- τσιφλικάς
- ο, Ν1. ιδιοκτήτης τσιφλικιού2. (γενικά) μεγαλοκτηματίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιφλικάς — ο πληθ. άδες, ο ιδιοκτήτης τσιφλικιού, ο κάτοχος μεγάλου αγροκτήματος, τσιφλικούχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαιοκτήμονας — ο ο κάτοχος γαιών, ο τσιφλικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + κτήμων < κτήμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Γ. Καλκανδή] … Dictionary of Greek
τιμαριούχος — ο, Ν ιδιοκτήτης τιμαρίου, τσιφλικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωΐδη] … Dictionary of Greek
τσιφλικούχος — ο, η, Ν τσιφλικάς, ιδιοκτήτης τσιφλικιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. ούχος* (< έχω), πρβλ. οικοπεδ ούχος] … Dictionary of Greek
Αλή Τσαούσης — (; – 1821).Πλουσιότατος Τούρκος τσιφλικάς από το Σέλινο της Κρήτης διαβόητος για τη θηριωδία του. Πολέμησε σκληρά προσπαθώντας να καταπνίξει την Επανάσταση στο νησί και σκοτώθηκε στην Κάνδανο, στο φρούριο της οποίας οι Τούρκοι είχαν πολιορκηθεί… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
γαιοκτήμονας — ο αυτός που κατέχει μεγάλες εκτάσεις γης, ο μεγαλοκτηματίας, ο τσιφλικάς: Την υιοθέτησε ένας πλούσιος γαιοκτήμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιφλικούχος — ο θηλ. α τσιφλικάς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)